προατυχούμαι

προατυχούμαι
-έομαι, Α
είμαι εκ τών προτέρων δυστυχής («ὁμοίαν τοῑς προητυχημένοις ἔσχε τοῡ βίου τὴν καταστροφήν», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”